Monday, January 29, 2007

Αδιάβροχος έρωτας

Η εικόνα:
Ενας κατακλυσμός που ξέσπασε πριν από δύο λεπτά απροειδοποιήτα..... Ο δρόμος άδειασε αμέσως..... Οι βιαστικοί άνθρωποι που τρέχουν να προστατευτούν μη "λιώσουν" απ' τη βροχή.Και εκεί .. απέναντι μου στην γωνία: ένα ερωτευμένο ζευγαράκι. Τόσο παράταιρο με το όλο σκηνικό και τόσο αδιάφορο για ... όλες τις μπόρες του κόσμου. Φιλιούνται στην άκρη του δρόμου λες κι ο έρωτας είναι αδιάβροχος. Και μοιάζουν κι οι δυό σαν να μη χώρεσαν στην "κιβωτό του Νώε". Ή μήπως δεν ήθελαν καθόλου να χωρέσουν?Κάθισα μερικές στιγμές και τους κοίταζα. Μέχρι που ντράπηκα για την ... αδιακρισία μου. Τι δουλειά έχει ένας "βρεγμένος" άνθρωπος να κοιτάζει δύο "αδιάβροχους"? Καμιά δουλειά!!
Μόνο που τους ζήλεψα.

If I had a wish...

I wish i was not only father, husband, son, friend, employee, companion.....I wish a had the privilage to have a heart that wants to love and be loved, a body to be touched and a voice to shout "I am human"!! but I am not lucky. and I am not the future.

Friday, January 26, 2007

ΔΙΟΧΕΤΕΥΣΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ


Άν με το πινέλο σου μπορείς να ζωγραφίσεις ένα χαμόγελο στα χείλια, θα σε παρακαλούσα να το κάνεις.

Θέλω με τις μπογιές σου να τονίσεις αυτά που μόνο έσυ μπορείς να δεις. Μαύρο γιά τα μακριά μαλλιά που πέφτουν στους ώμους – να σκεπαστούν οι άσπρες τρίχες που βρήκαν την ευκαιρία και ξεμύτησαν.

Μετά ανακάτεψε άσπρο και κόκκινο, και σκέπασε τις ουλές πάνω στο δέρμα. Να μην μείνει ίχνος του τι έγινε...να το ξέρουμε μόνο εσύ κι εγώ. Πράσινο και καφέ σε ίσες δόσεις, γιά το χρώμα των ματιών Κόκκινο βαθύ, κόκκινο σαν μήλο, αιμάτινο, γιά τα χείλια. Για να φέρνει στο μυαλό το πάθος που μοιραζόμασταν.

και γαλάζιο γιά τον ουρανό που θα βρίσκεται από πίσω. Έναν ουρανό γιά να πετάξουμε μέσα του. Κίτρινος ήλιος, γιά να μας ζεσταίνει. Και ένα γκρίζο συννεφάκι στο βάθος – γιά να θυμόμαστε...


Και μόλις τελειώσεις τον πίνακα κρύψε τον. Φύλαξε τον μόνο γιά τα δικά μας μάτια... γιά να μήν προκαλούμε την τύχη με την τόση μας ευτυχία...................

Wednesday, January 24, 2007

SINGING WILLINGS!!!

Love you so much,
cant count all the ways
Id die for you girl,
and all they can say is
Hes not your kind

They never get tired of puttin me down
And I never know when I come around
What Im gonna find
Dont let them make up your mind
Dont you know

Girl, youll be a woman soon
Please come take my hand
Girl, youll be a woman soon
Soon youll need a man

Ive been misunderstood for all of my life
But what theyre sayin, girl, just cuts like a knife
The boys no good

Well, I finally found what Ive been looking for
But if they get the chance, theyll end it for sure
Sure they would
Baby, Ive done all I could
Its up to you

Girl, youll be a woman soon
Please come take my hand
Girl, youll be a woman soon
Soon youll need a man

Written by: neil diamond

Me, my self and I!!

- Τι σε έχει πιάσει;
- Μάλλον με έχει αφήσει...

- Γιατί δε γράφεις; Ξέρεις ότι έχεις να γράψει κάτι της προκοπής (λέμε τώρα) από το «Σε θέλω»;
- Το ξέρω.

- Μα κάτι βρε παιδί μου. Για τη γκρίνια του αφεντικού σου..., για το χαμό που γίνεται στον κόσμο..., για το ότι γίνεται εδώ και μια εβδομάδα της πουτάνας στο Πολυτεχνείο και έχουν γίνει τα δρομολόγια άνω κάτω και ταλαιπωρήσαι..., κάτι «λογοτεχνικό» , για τον καιρό έστω ρε... κάτι, κάτι τέλος πάντων.Δεν... Βαρέθηκες;
- Όχι.Δεν έχω όρεξη απλά.

- Τις πταίει;
- Δεν ξέρω.
- Ξέρεις!
- Δεν είναι της παρούσης.
- Και πότε θα είναι δηλαδή;
- Ποτέ.
-Ουουουφφφφ παράτα με γιατί το καταντήσαμε Μανταλενο - summertime διάλογο. Και τουλάχιστον εκείνοι έχουν ταλέντο και τα λένε γαμάτα. Εμείς τι λέμε; Κλαψομουνιάζουμε και δεν αφορά κανέναν αυτό. Πέραν τούτου δίνουμε και αφορμές στους οχτρούς μας (sic) να γελάνε χαιρέκακα με τη μαλακία που μας έχει πιάσει.
- Νομίζεις ότι ασχολείται ακόμα μαζί σου;
- Όχι, ένα βλέφαρο το ρίχνει όμως έτσι για να μην ξεχνιόμαστε ;
- Σε νοιάζει;
- Όχι. Άλλο.
- Τι άλλο;
- Κοίτα να βρεις την μπάλα γιατί με έχεις εκνευρίσει. Ούτε ένα comment της προκοπής δεν κάνεις πια. Αααααα σου βρήκα και τίτλο worst commentetor ever. Είχαμε τον best τώρα βρήκαμε και τον χειρότερο. Παράταμεεεε.

-Όχι ρε, δε σε παρατάω. Επειδή έχεις αφεθεί εσύ, δε σημαίνει ότι θα με πάρεις μαζί.
- Σιγά μη σκίσεις κανένα καλτσόν.
- Ωραία γλώσσα.
- Εμ, αφού σου λέω παράταμε, εσύ συνεχίζεις να με τσιγκλάς. Γράψε ρε γαμώτο κάτι. Δε σε ενδιαφέρουν κάτι;
- Φυσικά.
- Γιατί δεν έγραψες κάτι τότε;
- Έγραψαν άλλοι και πολύ καλύτερα. Δεν κάνουμε διαγωνισμό εδω πέρα, γράφει ο καθείς ότι του γουστάρει.
- Το ξέρω. Απλά δεν...Ούτε για τα καραβάκια «σου», ούτε για τη θάλασσα;
- Όχι.
- Κάτι για τα πολιτικά (προσπαθώ να δώσω ιδέες); Για τις κάμερες; Για τα οικονομικά; Για την ασφάλεια (που είναι η ασφάλεια οεο?) για το ΙΚΑ κ.λπ. λέω.
- No.
- Με έσκασες πια.
-Προσπάθησα να μη γίνω αγενής, αλλά το είπες μόνη σου, οπότε αμαρτία δεν έχω.
- Δε σου δίνω σημασία.
- Τότε γιατί με σκας μια ώρα τώρα; Σου είπα δεν έχω όρεξη, δεν ξέρω, δεν θέλω, δεν, δεν, ΔΕΝ.
- Ξεκίνησες δίαιτα; Ξεκίνησες τη γυμναστική που μου τα έπρηξες (αυτά που δεν έχω);
-Τι άσχετο ήταν αυτό τώρα; Όχι.
-Οχιά διμούτσουνη! Τουλάχιστον ξεκίνα αυτά, κοίταξε λίγο και την πάρτη σου. Άσε με τώρα λέμεεεεε. Δεν τρώγεσαι με τίποτα, μα με τίποτα όμως πια.

- Μου το έχουν πει κι άλλοι.
-Παράταμε, θα βρω μόνη μου τους ρυθμούς μου.

- Αργείς, αργείς πολύ, όμως και χάνεσαι και χάνεις και αυτά που μετράνε περισσότερο μαζί.- ...

- Θέλεις ξύλο. Πολύ όμως! Άσε με...
-Καλά, εγώ να σε αφήσω, εσύ να δούμε τι θα κάνεις!
-Κάτι θα κάνω, πάντα δε κάνω κάτι???

- Το πάντα δεν είναι σίγουρο ότι ισχύει πάντα!!

Monday, January 22, 2007

η υποκειμενικότητα του χρόνου μας.........


Μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ, τι σημαίνει ‘χρόνος’…Τι σημαίνει ‘χρόνος μαζί σου’…
Ο χρόνος, ο χρόνος μου, ο χρόνος μας…Έννοιες σχετικές και ακατάσχετες…Έννοιες όμοιες και ξένες…Λειτουργούν αντίστροφα και παράλληλα…Αυτόνομα και συμπληρωματικά…Παρασύρουν στιγμές και ζωές…Δημιουργούν διαδραστικές μνήμες και στιγμιαίως αμετάβλητα αποτελέσματα…Ενώνονται και χωρίζουν…Μετρώνται με κριτήρια αντικειμενικώς ορθά, υποκειμενικώς λανθάνοντα και συντεταγμένα αποδεκτά…Μας καθορίζουν και μας ορίζουν…Ο χρόνος δεν έχει μνήμη…Μας δημιουργεί μνήμη για να μπορούμε να αντέξουμε το πέρας του…Λειτουργεί όπως ο δολοφόνος που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος…Μας δολοφονεί με την παρέλευσή του και επιστρέφει και πάλι για να ζητήσει εξιλέωση από εμάς, τα θύματά του…Και εμείς από την μεριά μας, του δίνουμε άφεση αμαρτιών, αναγνωρίζοντας την δυναμική του και την επικυριαρχία του επάνω μας…Προσπαθούμε να τον καλουπώσουμε, να τον προγραμματίσουμε, να τον ζήσουμε με τα δικά μας μέτρα και σταθμά, αλλά αυτός λειτουργεί πάντα κατά το δοκούν…Προσπαθήσαμε να τον μετρήσουμε, για να τον κατανοήσουμε, αλλά η σοφία του και η δύναμή του ξεπερνάει κάθε μέσο μέτρησης…Και αυτό, γιατί ο χρόνος δεν φτιάχτηκε από ανθρώπου χέρι…

Ο ‘χρόνος μαζί σου’ δεν θα μπορούσε να έχει πιο μεγάλη αξία για μένα…Αποφάσισα να περάσω, να ‘δαπανήσω’ κάτι τόσο σημαντικό και άπιαστο, όπως είναι ο ‘χρόνος μου’, μαζί σου…Έκρινα και αποδέχτηκα, ότι εσύ είσαι πιο σημαντική και πιο ουσιώδης απ’ ότι είναι ο ‘χρόνος μου’ για μένα…Και αποφάσισα να δώσω χρόνο στον ‘χρόνο μαζί σου’…Να μπορέσει να μετρήσει τις ώρες μας με κριτήρια κοινά και στιγμές μοναδικές…Να μπορέσει να μετουσιωθεί σε χρόνο ‘άχρονο’…Να γίνει πιο συμπυκνωμένος και πιο εμπεριστατωμένος από τον κοινό χρόνο…


Έτσι τον όρισα, έτσι τον οριοθέτησα, έτσι τον διέθεσα…'Αλλά έτσι ο χρόνος μας, ο χρόνος μου, ο χρόνος σου, γίνονται υποκειμενικοί................

ΤΑ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΑ

Πάντα και ποτέ

Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας .Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε.Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την κυριαρχία τους.

Το αιώνιο κυνηγητό!

Το για πάντα! Και το ποτέ πια! Είναι δυο φράσεις που το εκτόπισμά τους έχει τιμή απόλυτη και προορίστηκαν να τις μεταχειρίζεται ο άνθρωπος μόνο για το οριστικό γεγονός του θανάτου.Αυτόν τον πανικό φόβο μπροστά στο θάνατο είναι που δεν άντεξε ο άνθρωπος. Δε βρήκε τη βούληση να τον νικήσει. Να τον παραδεχτεί, να τον αναγνωρίσει. Να υποταχθεί ευγενικά και περήφανα στο αδυσώπητο φυσικό κα στο αδυσώπητο δίκιο του. Ελύγισε.Και ελύγισε επάνω ακριβώς στο σημείο της τροπής. Έτσι το τρόπαιο το επήρε ο θάνατος. Έβαλε πια τον άνθρωπο μπροστά και τον κυνηγά προτροπάδην. Και τούτος ο βερέμης τρέχει να του ξεφύγει. Αλλόφρονας, τυφλός, ανεμοπόδαρος. Σπεύδει, με τα φυσικά του σημάδια χαμένα, να κρυφτεί στα καταφύγια.Και τα καταφύγια του είναι τα σπήλαια και οι κατάγειες οικήσεις. Είναι οι οπές και τα πέτρινα ρήγματα, οι βαραθρωμοί και οι καταβυθίσεις στα υπόγεια του συναισθήματος και της εμπύρετης φαντασίας του.Όλοι ετούτοι είναι τόποι κρυμμένοι στο ζόφο της ύπαρξης, χιλιάδες λεύγες βαθιά και μακριά από τη φωτερή τροπόσφαιρα της λογικής μας. Για να μην ακούμε τον κεραυνό του Άβελ. Εκείνο το εκκωφαντικό ποτέ πια!

Μύθοι και απάτες

Οι μύθοι για τη μεταθανάτια ζωή είναι το ύπατο ψέμα του ανθρώπου από την άποψη του απόλυτου και του καθολικού.....Εκείνος από τους ιδρυτές θρησκειών που θα άντεχε να στηρίξει τη θεϊκή ιδέα του σε οποιοδήποτε άλλο έξω από αυτό το αρχιμήδειο σημείο, το μοναδικό οπαδό που θα αποχτούσε θα τον έβρισκε στον εαυτό του…Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Αδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από το φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία…Αν έξαφνα συναντήσεις στο δρόμο σου άνθρωπο, κι είναι ανάγκη να καρατάρεις το μέταλλο της ανθρωπιάς του, έχεις ασφαλή μέθοδο να το κάμεις. Είναι η λύδια λίθος που δοκιμάζει το ποιό του μυαλού και της «ύπαρξης» των ανθρώπων.- Πες μου ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις στη ζωή μετά θάνατο;Αν σου αποκριθεί «Ναι πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο να του πεις «Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο το δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.

Στο μεγάλο τίποτα

Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.

Νέκυια

Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»

Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράμα θέλει μεγάλη προσοχή. Γιατί ο ορισμός είναι τορπίλη που το παίζει στα χέρια του μικρό παιδί. Το παίζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι….Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρείς, εσύ να πονέσεις εννιά.Εδώ σε θέλω κάβουρα, που λένε, να περπατάς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη , χωρίς να σαι αναστενάρης;

Όλα για το θηλυκό

Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου. Πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος…Στη σωστή ερωτική ομιλία το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. …Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας. Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.

Έρωτας και θάνατος

Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του.Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.Έτσι , από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής.Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του.Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου.Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.

ΓΚΕΜΜΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

ΥΠΕΡΤΙΜΗΜΕΝΟΣ, ΜΥΣΤΗΡΙΟΣ, ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ, ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ. ΕΙΧΕ ΠΑΝΤΩΣ ΑΠΟΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ. ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ. ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟ. ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ.

Friday, January 19, 2007

ΠΟΥ ΝΑ ΣΑΙ??

Που να΄σαι
σ΄ένα παράθυρο ανοιγμένο
σ΄ένα φεγγάρι προδομένο
που το κοιτάμε πια σαν ξένοι

Πού να΄μαι
σ΄ένα ρολόϊ κολλημένος
στους δείκτες του παγιδευμένος
στιγμή έχω γίνει περασμένη

Που να΄σαι τώρα
που κρυώνω και φοβάμαι
μέσα στο σώμα σου εγώ θέλω
μόνο να΄μαι
μήπως ρωτάς κι εσύ αγάπη μου
πού να΄μαι ή απλά με διέγραψες

Που να΄σαι απόψε
που οι τοίχοι ιδρώτα στάζουν
κι οι αναμνήσεις γύρω σαν θεριά
ουρλιάζουν
μήπως αγάπη μου οι αγάπες
σε τρομάζουν και δεν επέστρεψες

Πού να΄μαι
στον καναπέ μ΄ένα σεντόνι
που να μυρίζει εσένα ακόμη
και της αγάπης μας τη γλύκα
Πού να΄σαι
σε ποιά αγκαλιά στριφογυρίζεις
ποιόν απ΄τους φόβους σου ξορκίζεις
λίγο να με σκεφτείς σε βρήκα

Που να΄σαι τώρα
που κρυώνω και φοβάμαι
μέσα στο σώμα σου εγώ θέλω
μόνο να΄μαι
μήπως ρωτάς κι εσύ αγάπη μου
πού να΄μαι ή απλά με διέγραψες

Που να΄σαι απόψε
που οι τοίχοι ιδρώτα στάζουν
κι οι αναμνήσεις γύρω σαν θεριά
ουρλιάζουνμήπως αγάπη μου οι αγάπες
σε τρομάζουν και δεν επέστρεψες

Thursday, January 18, 2007

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ ΖΩΗΣ!!


........ "Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους... Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα.

Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σού 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα."


Αποστάγματα ΜΑΡΚΕΖ, αν και τελευταία, πάντα επίκαιρα στις ζωές των ανθρώπων.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ!!

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία για μια γυναίκα απ'το να είναι παγιδευμένη ανάμεσα σ'έναν άνδρα που αγαπά κι έναν άνδρα που την αγαπά. Για την Μάντυ μου δεν θα ήθελα ποτέ μια τέτοια τύχη, και ας είμαι εγώ σε δεύτερη μοίρα και τελευταία σειρά.

Wednesday, January 17, 2007

Η Σιωπή των Σειρήνων


Για να φυλαχτεί απ' τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας βούλωσε τ' αφτιά του με κερί κι έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Βέβαια, όλοι οι ταξιδιώτες θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι τέτοιο απ' την αρχή (εκτός από 'κείνους που οι Σειρήνες γοήτευαν κι από μακριά ακόμα), μα ήταν σ' όλους γνωστό πως αυτό δεν ήταν δυνατό να βοηθήσει. Το τραγούδι των Σειρήνων τα διαπερνούσε όλα, ακόμα και το κερί, και το πάθος εκείνων που γοήτευαν μπορούσε να σπάσει άλλα, σκληρότερα απ' αλυσίδες και κατάρτια. Αλλά ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε αυτό, αν και ίσως να το 'χε ακουστά. Εμπιστεύτηκε απόλυτα σε μια χούφτα κερί και σε μια αρμαθιά αλυσίδες και με απλοϊκή ικανοποίησηγια τα επινοήματά του έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.Οι Σειρήνες, όμως, έχουν ένα όπλο τρομερότερο κι απ' το τραγούδι, τη σιωπή τους. Αν και δεν έχει συμβεί ποτέ, θα μπορούσε ίσως να 'ναι πιθανό κάποιος να γλίτωσε απ' το τραγούδι τους,απ' τη σιωπή τους, όμως, είναι αδύνατο. Απέναντι σ' αυτό που αισθάνεται κανείς, σαν τις υποτάσσει με τις ίδιες του τις δυνάμεις και στην περηφάνια, που σαν αποτέλεσμα σαρώνει τα πάντα μαζί της, καμιά αντίσταση του κόσμου τούτου δεν είναι δυνατή.Στην πραγματικότητα, όταν έφτασε ο Οδυσσέας, αυτές οι μεγάλες τραγουδίστριες δεν τραγούδησαν, είτε γιατί πίστεψαν πως με τέτοιο αντίπαλο μονάχα η σιωπή μπορούσε κάτι ν' αποφέρει είτε επειδή η έκφραση ευδαιμονίας στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που τίποτα δε σκεφτόταν άλλο απ' το κερί και τις αλυσίδες, τις έκανε να λησμονήσουν το τραγούδι.Ο Οδυσσέας πάντως -αν μπορεί κανείς να το πει αυτό- δεν άκουσε τη σιωπή τους. Πίστεψε πως τραγουδούσαν και πως αυτός μονάχα εμποδιζόταν να τις ακούσει, γιατί μια φευγαλέαστιγμή είδε τις κινήσεις των λαιμών τους, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια τους, τα μισάνοιχτα χείλη, μα νόμισε πως ήταν από τις άριες που ηχούσαν ολόγυρά του δίχως ν' ακούγονται. Ομως όλα αυτά γρήγορα γλίστρησαν από το βλέμμα του που ήταν καρφωμένο μακριά, οι Σειρήνες εξαφανίστηκαν ολότελα απ' την αντίληψή του και την ίδια τη στιγμή που βρισκόταν κοντύτερα σ' αυτές, εκείνες δεν υπήρχαν πια γι' αυτόν.Ομως αυτές, πιο σαγηνευτικές από κάθε άλλη φορά, τεντώνονταν και λυγίζονταν, άφηναν τα φρικιαστικά μαλλιά τους ν' ανεμίζουν λεύτερα στ' αγέρι, γαντζώνονταν με τα νύχια τους στα βράχια. Δεν ήθελαν πια να γοητέψουν, το μόνο που ήθελαν ήταν να μπορούν να βλέπουν , όσο γινόταν περισσότερο, τις ανταύγειες π' ακτινοβολούσαν τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα.
Φ.Κάφκα
δεν είναι όλοι όμως Οδυσσέας................

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΣΙΣΙΦΟΥ..........


Η φράση επιστρέφει όλο και πιο συχνά στη σκέψη μου. Σαν να αποκτά αναλόγως κυκλική και αέναη κίνηση με το μαρτύριό του. Ο Μύθος του Σίσυφου μου ήταν ανέκαθεν συμπαθής. Το μαρτύριο του εν γένη πάσχοντος ανθρώπου. Η ματαιότητά του. Κι ακόμη πιο πέρα. Η συνειδητοποίηση της ματαιότητας. Η προσπάθεια που είναι καταδικασμένη από την γέννησή της. Ο βράχος που έτσι κι αλλιώς θα κυλήσει πίσω. Αναρωτήθηκα μερικές φορές γιατί ο ευρηματικός και πολυμήχανος Σίσυφος δεν έμενε άπραγος. Δεν άφηνε το βράχο του ακίνητο. Μετά συνειδητοποίησα πόσο κουραστικά ανώφελο και πληκτικό θα ήταν κι αυτό. Και έπειτα τόσοι και τόσοι Σίσυφοι θα ‘πρεπε να παραδειγματιστούν. Να κυλούν αδιαμαρτύρητα τους δικούς τους βράχους. Να τους στεριώνουν με υπομονή και κόπο. Να υπομένουν καρτερικά το μαρτύριο της αποτυχίας. Να παρακολουθούν στωικά τον βράχο να επιστρέφει στην Κοιλάδα των Θεών. Και να μένουν πιστοί και ακούραστοι εργάτες, ταγμένοι στο κυκλικό και επαναλαμβανόμενο βασανιστήριο που τους δόθηκε, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Και όσο πιο πολύ το συνειδητοποιούν αυτό το τελευταίο, τόσο πιο πολύ δένονται με τον βράχο τους. Φτιαγμένοι από το ίδιο ανθεκτικό υλικό που στέκει ανέπαφο σε αιώνες και ματαιότητες.
Η Ελληνική Μυθολογία προσφέρει πληθώρα διδακτικών και όμορφων μύθων. Κανένα όμως δεν βρήκα ποτέ τόσο γοητευτικό όσο αυτόν του Σίσυφου.
Ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που έγινε κατόπιν γνωστή ως Κόρινθος. Η περιπέτεια του Σίσυφου άρχισε όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα, κόρη του ποταμού-θεού Ασωπού. Όταν ο πατέρας του κοριτσιού πήγε στην Κόρινθο αναζητώντας την κόρη του, συμφώνησε με τον Σίσυφο, που γνώριζε πολύ καλά τι είχε συμβεί, ότι, αν του έδινε πληροφορίες, εκείνος θα έκανε να αναβλύσει στην ακρόπολη της Κορίνθου μια αστείρευτη πηγή. Έτσι, ο Σίσυφος είπε όλα όσα γνώριζε στον Ασωπό κι εκείνος καταδίωξε άγρια τον πατέρα των θεών για να πάρει εκδίκηση. Όταν τελικά ο Δίας κατάφερε να γλιτώσει από την οργή του, πρόσταξε τον Άδη να πάρει στα Τάρταρα τον Σίσυφο και να του επιβάλει αιώνια τιμωρία. Όμως ο Σίσυφος με πονηριά κατόρθωσε να αλυσοδέσει τον ίδιο τον Άδη και να τον φυλακίσει. Για όσο διάστημα ο Άδης βρισκόταν φυλακισμένος, κανείς δεν μπορούσε να πεθάνει. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ήταν τόσο περίεργη, που ακόμη και φρικτά σακατεμένοι άνθρωποι και ζώα περιφέρονταν παντού σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τότε, ο Άρης, ο θεός του πολέμου, αποφάσισε να δώσει ένα τέρμα. Πήγε στο παλάτι του Σίσυφου κι αφού απελευθέρωσε τον Άδη, του παρέδωσε τον Κορίνθιο βασιλιά.
Ο Σίσυφος όμως δεν είχε πει ακόμη τον τελευταίο του λόγο. Προτού κατεβεί στα Τάρταρα, είχε δώσει εντολή στη σύζυγο του Μερόπη να μη θάψει το σώμα του. Έτσι, μόλις έφτασε στον Κάτω Κόσμο, αξίωσε πως, αφού ήταν άταφος, δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Με αυτό τον τρόπο εξαπάτησε την Περσεφόνη, τη γυναίκα του Άδη, που του έδωσε άδεια να επιστρέψει στη γη για τρεις ημέρες, ώστε να κανονίσει να ταφεί το σώμα του. Βέβαια, ο Σίσυφος δε σκόπευε να τηρήσει τη συμφωνία. Στο ομότιτλο έργο του ο Καμύ αναφέρει:
" Αλλά όταν ο Σίσυφος αντίκρισε πάλι το πρόσωπο του πάνω κόσμου, όταν απόλαυσε το νερό και τον ήλιο, τις πέτρες και τη θάλασσα, δεν θέλησε πλέον να επιστρέψει στο σατανικό σκοτάδι.Οι κλήσεις του Άδη, σημάδια του θυμού του για την συμφωνία που δεν τηρήθηκε, και οι προειδοποιήσεις του προς τον Σίσυφο ήταν ανώφελες. Για καιρό εκείνος επέμενε να ζει απολαμβάνοντας την εικόνα της λαμπυρίζουσας θάλασσας και τα χαμόγελα της γης. Ένα διάταγμα των Θεών ήταν απαραίτητο. Ο Ερμής, λοιπόν, ήρθε και άρπαξε το αναιδές άτομο από το λαιμό στερώντας του τις επίγειες χαρές του και τον οδήγησε βίαια πίσω στον Κάτω κόσμο, όπου ο βράχος του- η αιώνια τιμωρία του- τον περίμενε".
Και ο Καμύ στο "Μύθο του Σισύφου" συνεχίζει: "Οι Θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να κυλά ασταμάτητα έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού, από όπου όμως αυτή η τεράστια πέτρα, διαρκώς κατρακυλά στη βάση της, λίγο πριν φτάσει στην κορυφή. Είχαν σκεφτεί για κάποιο λόγο ότι δεν υπάρχει πλέον φοβερή τιμωρία από την ανώφελη και μάταιη εργασία. Ήδη έχετε καταλάβει ότι ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας. Είναι, τόσο μέσω των παθών του όσο και μέσω των βασανιστηρίων του. Η περιφρόνησή του για τους θεούς, η έχθρα του με τον θάνατο και το πάθος του για τη ζωή τον σπρώχνουν σε μία απερίγραπτη ποινική ρήτρα, στην οποία ολόκληρη η ύπαρξη του εξαρτάται και ασκείται να ολοκληρώνει ένα αέναο τίποτα. Αυτό είναι η τιμή που πρέπει να καταβληθεί για τα γήινα και ασυγχώρητα πάθη του".Ο Camus υποστηρίζει ότι ο Σίσυφος γεύεται για μια σύντομη στιγμή την ελευθερία. Είναι ακριβώς εκείνη η μοναδική στιγμή, όταν έχει τελειώσει με το σπρώξιμο του βράχου και δεν χρειάζεται ακόμα να ξεκινήσει από την αρχή.
"Είναι –αναφέρει- κατά τη διάρκεια εκείνης της επιστροφής, όταν ο Σίσυφος σταματά για λίγο τον αγώνα του, η στιγμή που με ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που κοπιάζει έτσι κοντά στις πέτρες είναι ήδη ο ίδιος πέτρα! Τον βλέπω που επιστρέφει κάτω με ένα βαρύ και μετρημένο πια βήμα, πλησιάζοντας προς το βασανιστήριο του που και ο ίδιος δεν εννοεί και δεν γνωρίζει πότε θα τελειώσει. Εκείνη η ώρα που μοιάζει με ανάπαυλα και ανάσα ενώ επιστρέφει βέβαιος πια για την επανάληψη του βασανιστηρίου του είναι η ώρα της συνείδησης. Σε κάθε μια από εκείνες τις στιγμές, όταν αφήνει τα ύψη και επιστρέφει στην Κοιλάδα των Θεών, είναι ανώτερος από τη μοίρα του. Είναι ισχυρότερος από το βράχο του. Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, αυτό συμβαίνει επειδή ο ήρωάς του γνωρίζει την ματαιότητα της προσπάθειας. Πόσο διαφορετική τροπή θα είχε αυτό το βασανιστήριο αν σε κάθε βήμα και σε κάθε του προσπάθεια τον συντρόφευε η ελπίδα της επιτυχίας; Αλλά το τραγικό είναι ότι μόνο σε σπάνιες στιγμές αυτό το συνειδητοποιούμε. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής του: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκεί η κατάβασή του. Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριό του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΙΡΑ ΠΟΥ ΝΑ ΜΗ ΝΙΚΙΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ".
Και ο Camus καταλήγει: "Ο βράχος κυλά ακόμη. Αφήνω λοιπόν το Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται τους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν το αδέσποτο στο εξής δεν του φαίνεται ούτε άκαρπο, ούτε μάταιο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι' αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου. Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει την ανθρώπινη καρδιά.


"ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΤΟ ΣΙΣΥΦΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ...ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΟ Ή ΜΑΛΛΟΝ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑΥΤΟ ΚΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ. ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ''

Χάρτινο το φεγγαράκι ... ψεύτικη η ακρογιαλιά!


Είναι κάτι τραγούδια που "στοιχειώνουν" εποχές. Και μετά τα παίρνεις και τα κουβαλάς πάντα μέσα σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά θαρρώ πως ένα τέτοιο τραγούδι που αγάπησα ήταν αυτό του Μάνου Χατζηδάκη. Και το αγάπησα με ένα παράδοξο τρόπο: μισώντας το.
Το θυμάμαι να παίζει στο ραδιόφωνο κι όλοι στο σπίτι να σιγοτραγουδούν. Ο παπούς μου όμως το άκουγε και βούρκωνε. Τον παρατηρούσα με την αφέλεια του παιδιού που αγνοεί ποιό κλειδάκι "ανοίγει" τις ευαισθησίες των μεγάλων. Και κάποια φορά έτρεξα κοντά του και ρώτησα:-Παππού, γιατί σ' αρέσει τόσο αυτό το τραγούδι?


- Γιατί είναι χάρτινο το φεγγαράκι, μου απάντησε.- Όχι, το φεγγαράκι δεν είναι χάρτινο. Είναι αληθινό. Εκεί ψηλά στον ουρανό είναι, διαφώνησα με την αθωότητα της ηλικίας.


- Κι όμως παιδί μου, όταν μεγαλώσεις θα δεις ότι το φεγγαράκι είναι χάρτινο.Έτρεξα απαρηγόρητος στην αγκαλιά της μητέρας μου κι άρχισα τα παράπονα. Το περιστατικό το θυμούνται πια και το περιγράφουν όλοι στην οικογένεια.- Μαμά, ο παπούς λέει ότι το φεγγαράκι είναι χάρτινο, έλεγα στενοχωρημένος.- Ο παππούς είναι μεγάλος πια και δεν βλέπει καλά. Ή δεν βλέπει όπως βλέπεις εσύ το φεγγαράκι, με καθησύχασε η μητέρα μου.


Ο παπούς όμως είχε προλάβει να δει την Μπλάνς Ντυμπουά στο Λεωφορείον ο Πόθος του Τενεσσί Γουίλιαμς να του λέει κατάφατσα:
«Ας παίξουμε με ανοιχτά χαρτιά, το προτιμώ. Μπορεί κάπου κάπου να λέω κανένα ψέμα, γιατί κατά πενήντα τοις εκατό η γοητεία μιας γυναίκας στηρίζεται στο ψέμα. Αλλά, όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό, λέω πάντοτε την αλήθεια».

Και ο παπούς μου την πίστεψε. Και μετά η εκρηκτική Μελίνα πήρε το πιο ερωτικό της ύφος και του τραγούδησε το "Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, θα 'ταν όλα αληθινά".


Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να τον θυμάται κάθε φορά που ακούω το τραγούδι. Και μισό αιώνα μετά από την δική του "μύηση" συνειδητοποιώ πόσο δίκιο είχε.

Tuesday, January 16, 2007

A Time For Us

A time for us,
some day there'll be
When chains are torn by courage born of a love that's free
A time when dreams so long denied can flourish
As we unveil the love we now must hide
A time for us, at last to see
A love worthwhile, for you and me
And with our love, through tears and thorns
We will endure as we pass surely through every storm
A time for us, some day there'll be a new world
A world of shining hope for you and me
For you and me
And with our love, through tears and thorns
We will endure as we pass surely through every storm
A time for us, some day there'll be a new world
A world of shining hope for you and me

A world of shining hope for you and me

καπου, καποτε, καπως...........................

Σ' αγαπάω μ' ακούς;

Σ' αγαπάω, μ' ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα "πίστεψέ με" και τα "μη."
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για 'σένα και για 'μένα.
Επειδή σ' αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για 'σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ' έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε."
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ' αγαπάω και σ' αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από 'σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από 'σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για 'σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς;
Είμ' εγώ, μ' ακούς; Σ' αγαπάω, μ' ακούς;
Πού μ' αφήνεις, που πας, μ' ακούς;
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς; για μας, μ' ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ' ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς;
Σ' άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ' ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ' ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ 'ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ' ακούς;
Σ' αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ' ακούς;
Για 'σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να 'ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για 'σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για 'σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για 'σένα,
όλα για 'σένα, για 'σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να' χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισή να περνάς από μπροστά μου
και μισός να κλαίω για αυτό που χάνω, σ' αγαπάω... Μ' ακούς;
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

Οδυσσέας Ελύτης

όλη η ζωή σε ένα ποίημα,.......... η ανάγκη να ακουστούμε σαν άνθρωποι, ...........η πιο απλή φράση και πάλι.......δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει κανείς.......... Μ' ΑΚΟΥΣ????

Monday, January 15, 2007

ΠΟΤΕ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΣΤΙΓΜΗ???


Ένα απόσπασμα-διάλογος μεταξύ του Νίτσε και του καθηγητή Μπρόιερ από το βιβλίο:

"Οταν έκλαψε ο Νίτσε" του Ίρβιν Γιάλομ.


Δεν διδάσκω Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν'αντέχει το θάνατο ή να "συμβιβάζεται" μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: "Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!"


"Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!"


Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ. Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα."Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς? Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ' το 'χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;""Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιό από τα δυο να απαντήσω;"

"Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή"


"Ζήσε όταν ζεις!

Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή"

"Και τι σημαίνει αυτό;" ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος."Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;"

"Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση.Φρήντριχ!"

"Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους" αντέκρουσε ο Νίτσε."Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;"

"Για ν'αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!"

................................................................


"Γιόζεφ, προσπάθησε να καθαρίσεις το μυαλό σου.β Φαντάσου το ακόλουθο διανοητικό πείραμα! Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε οτι αυτή τη ζωή -όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές; Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούριο;"

Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ό,τι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου θα επιστρέφει σε σένα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία -ακόμα κι αυτός ο άνεμος και τα δέντρα κι αυτά τα γλιστερά βράχια, ακόμα και το νεκροταφείο κι ο τρόμος, ακόμα κι αυτή η γλυκιά στιγμή κι εσύ κι εγώ, πιασμένοι απ' το μπράτσο, μουρμουρίζοντας αυτά τα λόγια;"Καθώς ο Μπρόιερ έμεινε σιωπηλός, ο Νίτσε συνέχισε: "Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν'αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ κι εγώ, απλοί κόκκοι στη διαδικασία".Ο Μπρόιερ έκανε μια προσπάθεια να τον καταλάβει."Αυτή η -η- η φαντασίωση, πώς-;"

"Είναι κάτι παραπάνω από φαντασίωση" επέμεινε ο Νίτσε, "είναι κάτι παραπάνω από ένα νοητικό πείραμα. Άκου μόνο τα λόγια μου! Άσε απ' έξω όλα τ' άλλα! Σκέψου την αιωνιότητα. Δες πίσω σου -φαντάσου- να κοιτάζεις ατέλειωτα πίσω στο παρελθόν.Ο χρόνος εξαπλώνεται προς τα πίσω για όλη την αιωνιότητα. Και, αν ο χρόνος εξαπλώνεται συνεχώς προς τα πίσω, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί δεν έχει ήδη συμβεί;


Οτιδήποτε γίνεται τώρα δεν θα έχει γίνει έτσι παλιά; Οτιδήποτε περπατάει εδώ, δεν έχει περπατήσει το ίδιο μονοπάτι στο παρελθόν;"._

Friday, January 12, 2007

ΓΛΥΚΑ ΚΑΙ ΤΡΥΦΕΡΑ

Την χάιδευε με χέρια καθαρά και μυαλό βουτηγμένο στην λαγνεία του κορμιού της…Της έλεγε ότι χρωμάτιζε τις εικόνες του με το χρώμα του δέρματός της και τις αποχρώσεις των μαλλιών της…Ένοιωθε την μύτη του να ρουφάει κάθε σπιθαμή του αρώματός της, κάθε στιγμή…Ανατρίχιαζε όταν της σήκωνε τα μαλλιά και της φιλούσε το πίσω μέρος του λαιμού της…
Κάποτε, τον είχε ρωτήσει, αν την αγαπάει…Της απάντησε, χωρίς ενδοιασμό και φόβο…Ναι…
Κάποτε, την είχε ρωτήσει, αν τον αγαπάει…Δεν του απάντησε, μόνο έφερε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, τον αγκάλιασε και έκλαψε στον ώμο του…Εκείνος, απλά την έσφιξε περισσότερο…Δεν την ξαναρώτησε από τότε…

Κάποτε, τον είχε ρωτήσει, αν θα έφευγε μαζί της μακριά…Της απάντησε, χωρίς ενδοιασμό και φόβο…Ναι…
Κάποτε, την ρώτησε, αν θα έφευγε μαζί του μακριά…Του απάντησε, ότι δεν μπορούσε να χωρέσει τη ζωή της σε μία βαλίτσα…είχε και τόσα πράγματα. και τα ήθελε όλα μαζί της. Εκείνος, την κοίταξε στα μάτια και έκλαψε…Δεν την ξαναρώτησε από τότε…

Του ζήτησε να της μιλάει και να τον ακούει…Της άρεσε να της χαϊδεύει την ψυχή με τα λόγια του…Ξεκίνησε τότε, να της διαβάζει ποίηση…

‘Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε
μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου’…

Τον κοίταζε…Τον λάτρεψε…Έπεσε στην αγκαλιά του…

Την χάιδεψε με χέρια καθαρά και μυαλό βουτηγμένο στην λαγνεία του κορμιού της…γλύκα και τρύφερα. δεν ήθελε να την χάσει ποτέ............φοβόταν τις συνέπειες.

Wednesday, January 10, 2007

Περί έρωτος και άλλων .. διαμονίων


Πόσο απέχει η τρέλα από τον έρωτα? Κι αν η ψυχή έχει τα δικά της τοπία ποιός είναι ο δεύτερος πλανήτης της? Ο Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι είναι ίσως ο μόνος ιταλός στοχαστής που ασκεί ταυτόχρονα το "επάγγελμα" του φιλοσόφου και εκείνο του ψυχαναλυτή. Έβαλε τον έρωτα στο μικροσκόπιο. Κι από δίπλα την τρέλα. Να δείξει πόσο κοντά είναι και πόσο απέχουν. Στο βιβλίο του με τίτλο "Τοπία ψυχής" γράφει:"Υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις ελληνικές τραγωδίες και στις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Οι πρώτες έχουν για πρωταγωνιστή τη Μοίρα, με την οποία συγκρούονται οι ανθρώπινες προθέσεις, οι δεύτερες έχουν για πρωταγωνιστή την Τρέλα, που συσκοτίζει το νου του Ληρ, του Αμλετ, του Μάκβεθ, του Οθέλου. Τρέλα με διάφορες μορφές, με ή χωρίς μέθοδο στα παραληρήματά της, αλλά πάντα τρέλα που, όταν δεν πλανιέται στα μονοπάτια της εξουσίας, τριγυρνάει στα πιο απόκρυφα, αλλά όχι λιγότερο σπαρακτικά, της τρέλας του έρωτα.
Αν δεν κατανοήσουμε τη στενή σχέση ανάμεσα στην Τρέλα και στον Ερωτα, δεν θα καταλάβουμε ότι ο Ερωτας, όπως ήδη είχε διαισθανθεί ο Πλάτων, είναι η υψηλότερη μορφή τρέλας, δεν θα καταλάβουμε γιατί, από τον Ξενοφώντα ώς τον Σαίξπηρ, το δράμα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας επιστρέφει στη δυτική λογοτεχνία σαν κύμα που πλησιάζει και αποτραβιέται, σχεδιάζοντας με τα σκαμπανεβάσματα και το ρυθμό του το τοπίο που εμείς οι δυτικοί γνωρίζουμε ως τοπίο του έρωτα.Ο έρωτας δεν είναι κάτι ήρεμο, δεν είναι λεπτότητα, εμπιστοσύνη, παρηγοριά. Ο έρωτας δεν είναι κατανόηση, συμμετοχή, ευγένεια, σεβασμός, πάθος που αγγίζει την ψυχή ή μολύνει τα σώματα. Ο έρωτας δεν είναι σιωπή, ερώτηση, απάντηση, σφραγίδα αιώνιας πίστης, κατακερματισμός άλλοτε κοινών προθέσεων, προδοσία ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, ναυάγιο ονείρων στο ξύπνημα. Ο έρωτας είναι ν' αγγίζεις τα όρια του ανθρώπου. Ο Πλάτων γράφει: "Οι ερωτευμένοι που περνούν μαζί τη ζωή τους δεν μπορούν να πουν τι ακριβώς θέλουν ο ένας από τον άλλο. Σίγουρα δεν είναι δυνατό να πιστέψουμε ότι μόνο η ανταλλαγή των σαρκικών ηδονών είν' αυτό που τους κάνει να νιώθουν έναν τόσο έντονο πόθο να βρίσκονται μαζί.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ψυχή του καθενός θέλει κάτι άλλο και δεν είναι σε θέση να το πει και έτσι το εκφράζει με αόριστα προαισθήματα, σαν να μαντεύει μέσα σε αινιγματικά και σκοτεινά βάθη". Δεν είναι ανάγκη να διαβάζουμε τον Πλάτωνα κατά τρόπο "πλατωνικό", δηλαδή ασκητικό, εποικοδομητικό, χριστιανικό.Δεν είναι ανάγκη να θεωρούμε την ταπείνωση του σώματος ταπείνωση των ηδονών, των παθών, της σεξουαλικότητας. Ο Πλάτων κοιτάζει πιο ψηλά. Τα προβλήματα που τον απασχολούν είναι το ρητό και το άρρητο, δηλαδή οι κανόνες της λογικής και οι άβυσσοι της τρέλας. Κοιτάζοντας "τα του έρωτα" ή, όπως λέει το ελληνικό κείμενο, τα αφροδίσια, ο Πλάτων αναρωτιέται τι μπορεί ή δεν μπορεί να πει η ψυχή μέσω αυτών. Και όπου το λέγειν διακόπτεται και ο κανόνας δεν αρκεί για να μπορέσει να εκφραστεί η λέξη, ανοίγεται το σκοτεινό φόντο του προαισθήματος και του αινίγματος. Ο έρωτας ανήκει στο αίνιγμα και το αίνιγμα στην τρέλα.Ακόμα κι η τρέλα είναι για τον Πλάτωνα μια εμπειρία της ψυχής, όχι υπό την έννοια της ψυχικής κατάρρευσης, του κλεισίματος της ψυχής μπροστά στο νόημα, της άμβλυνσης της τάξης των νοημάτων, αλλά υπό την έννοια της επίγνωσης ότι οι εμπειρίες της ψυχής ξεφεύγουν από οποιαδήποτε απόπειρα που επιζητά να τις καθηλώσει και να τις ταξινομήσει σε μια ταχτική σειρά.
Διότι, πέρα από τη λογική τάξη, η ψυχή νιώθει ότι το σύνολο της διαφεύγει, ότι το μη-νόημα μολύνει το νόημα, ότι το πιθανό υπερβαίνει το πραγματικό, ότι κάθε προσπάθεια συνολικής κατανόησης αναδύεται μέσα από το αβυσσαλέο υπόβαθρο που είναι χάος, άνοιγμα, στόμιο, διαθεσιμότητα όλων των νοημάτων όπου μπορείς να φτάσεις όχι με τις ταξινομημένες λέξεις του Εγώ, αλλά με την κατάρρευση του Εγώ, το οποίο δεν προβάλλει πια αντίσταση στην εμφάνιση εκείνου του τοπίου που παραμορφώνει τη συνηθισμένη του κατοικία, δηλαδή του τοπίου του Ερωτα.Για το λόγο αυτό, ο Σωκράτης, ενώ κατευθύνεται μαζί με τον Αριστόδημο στο σπίτι του Αγάθωνα για να συζητήσουν για τα ερωτικά, καταλαμβάνεται από μια κρίση ατοπίας, όρο που συνήθως εκλαμβάνουμε ως αποξένωση, "παραξενιά', μα που ίσως θα ήταν καλύτερα να λέγαμε "μετα-τόπιση" (ά-τοπος). Κι όμως, ο έρωτας είναι πράγματι μια έξοδος από τον τόπο, όπου συνήθως εξελίσσεται η ζωή, δημιουργεί μια μετέωρη κατάσταση, όπου ο χώρος και ο χρόνος χάνουν τις διαστάσεις και τη διάρκειά τους. Ξένος προς την τακτική πορεία και ροή της καθημερινότητας, ο έρωτας είναι άτοπος, είναι εκτός τόπου.Πράγματι, τα ερωτικά δεν ανήκουν στην αφήγηση της λογικής ψυχής, διότι ενώπιόν τους η ψυχή υφίσταται μια μετατόπιση (ατοπία), η οποία, μετακινώντας το καθεστώς των κανόνων της, εξασθενεί την κατοχή της ψυχής. Η πορεία της διακόπτεται από κάτι υπεβάλλον που, κατακερματίζοντας τη ροή του λόγου και την τάξη της ομιλίας, οδηγεί προς διαδρομές διαφυγής, τις οποίες η ψυχή αδυνατεί ν' ακολουθήσει. Οι παρορμήσεις και οι πόθοι, ξεσπώντας ως ανεξέλεγκτα σημαίνοντα μες στην τάξη των καθιερωμένων σημαινομένων, παράγουν εντός του νοήματος ένα αντίθετο νόημα που βάζει τις ομιλίες να περιστρέφονται, χωρίς να τις ακινητοποιεί γύρω από έναν ιδανικό μηχανισμό, μηχανισμό συν-δέσμου, στον οποίο η ψυχή κατέληξε με χίλιους κόπους.Το να παραδίδεται κανείς στον Ερωτα δεν σημαίνει ότι παραδίδεται ο ένας στον άλλο, αλλά ότι παραδίδεται σ' εκείνο το ασυνήθιστο και μη τυπικό τοπίο, που μεταφέρει και τον έναν και τον άλλο πέρα από τις κινήσεις και τις προθέσεις τους, ώς την τρέλα, ώς το θάνατο, που βρίσκει στον έρωτα το πλησιέστερο ομοιότυπό του. Κι έπειτα, ο έρωτας φεύγει και αφήνει στα σώματα τα σημάδια του σπαραγμού τους. Η πληρότητα του έρωτα, που είχε αναφανεί, διαλύεται και, καθώς χάνεται, λέει ότι κάθε αγκάλιασμα εκείνης της πληρότητας ήταν μόνο μια ανάμνηση, μια απόπειρα, μια ήττα.Τέτοια είναι τα ερωτικά: "πόθος για την παλιά ενότητα", λέει ο Πλάτων, που δεν είναι τόσο ενότητα με τον "άλλο", διότι πριν από τους "άλλους" που είναι έξω από μας και στους οποίους απευθύνεται ο έρωτας, ο "άλλος" κατοικεί μέσα μας, είναι αυτό από το οποίο αποχωριστήκαμε για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε την ιστορία μας. Αλλά το μη-ιστορικό θεμέλιο, απ' όπου ξεκίνησε η ιστορία μας, συνεχίζει να μας διακατέχει σαν τραγικό αίνιγμα. Στο σημείο αυτό ο Πλάτων βλέπει καλύτερα από τον Φρόιντ. Το αίνιγμα υπάρχει όχι επειδή είναι υποσυνείδητο, αλλά επειδή δεν έχει λύση.
Οποιος αγγίζει αυτό το αίνιγμα μας μαγεύει και έτσι αρχίζει μια σταδιακή παράδοση του εαυτού μας, η οποία επιτρέπει την αποκάλυψη του αινίγματος που περιβάλλει τον Έρωτα.

Tuesday, January 09, 2007

ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙ Η ΨΥΧΗ ΣΟΥ!!!

"Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις,
να 'ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις, οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό, πολλές σημαίες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
και συ να λείπεις, κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει- η κάμαρα να 'ναι σκοτεινή,
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ' το χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν' αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ' το χώμα κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα 'χει λιώσει".
-------------- "Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο".
Γιάννης Ρίτσος

μια παλιά κρητική μαντινάδα το λέει:

Όλος ο κόσμος να' ναι εδώ
και μια ψυχή να λείπει
φαίνεται μάυρος ο ουρανός
και σκοτεινό το σπίτι

Sunday, January 07, 2007

ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Πάλι εδώ κρυφά σε συναντώ
στο περιθώριο του κόσμου
Νύχτες μικρές και γω τι να σου πω
Ότι ζητήσεις θα στο δώσω φως μου

Δώσ' μου ψυχή, δώσ' μου ζωή
Κι αν φύγω μη σε νοιάζει
Ό,τι κι αν πω όλα εσύ
Να ξέρεις δεν αλλάζει
Πάλι εσύ, πάλι εγώ
πάλι ξημέρωσέ με
Φύγε ξανά κι όταν μπορείς
έλα κ τέλειωσέ με

Στης ζωής τα μονοπάτια θα βρεθούμε πάλι
Ξένοι σε μια ξένη αγκαλιά
Της καρδιάς μας τα κομμάτια θα μας δένουν μυστικά
Εμείς οι δυο παντού και πουθενά

Τώρα σιωπή, κλειστό το κινητό
Λείπεις εσύ και γω χαμένος
Βρες μια στιγμή να' ρθεις ξανά εδώ
Μοιάζει ο καιρός πικρός και ξένος
Έλα κοντά δώσε μου ζωή
έλα και γιάτρεψέ με
Όπου και αν πας
πάμε μαζί , πάμε ταξίδεψέ με
Πάλι εσύ, πάλι εγώ
πάλι ξημέρωσέ με
Φύγε ξανά κι όταν μπορείς
έλα κ τέλειωσέ με

Στης ζωής τα μονοπάτια θα βρεθούμε πάλι
Ξένοι σε μια ξένη αγκαλιά
Της καρδιάς μας τα κομμάτια θα μας δένουν μυστικά
Εμείς οι δυο παντού και πουθενά

ΧΑΡΑΜΑΤΑ


Ακούω γέλια να ανεβαίνουν τα σκαλιά

Πάλι οι φίλοι μου χαράματα γυρνάνε

Έχουν τις μπύρες τους ακόμα αγκαλιά

Έξω απ' την πόρτα μου περνούν και τραγουδάνε

Κι εγώ το γέλιο το δικό σου περιμένω

Μ' ένα ποτήρι απ΄ την ανάσα μου θαμπό

Ακούω την πόρτα να χτυπάει και σωπαίνω

Γιατί απ΄ όλους θέλω απόψε να κρυφτώ

Γιατί δεν τους αντέχω, ζευγαρωμένους

Κι εγώ να μην έχω

Στα χέρια σου να γύρω

Τι θέλω εγώ με τέτοια αγάπη γύρω

Γιατί θα τους ζηλεύω

Και το δικό σου χάδι θα γυρεύω

Κορμί στους πέντε ανέμους

Τι θέλω εγώ με τους ερωτευμένους

Δεν έχω άλλα παραμύθια να σκεφτώ

Τους είπα τάχα πως ταξίδι έχεις πάει

Κι ενώ στη ζάλη τους ποθώ να τυλιχτώ

Αφήνω τον εγωισμό να με μεθάει

Γιατί το βήμα το δικό σου περιμένω

Μ΄ ένα ποτήρι απ΄ την ανάσα μου θαμπό

Ακούω την πόρτα να χτυπάει και σωπαίνω

Γιατί απ΄ όλους θέλω απόψε να κρυφτώ

Γιατί δεν τους αντέχω, ζευγαρωμένους

Κι εγώ να μην έχω

Στα χέρια σου να γύρω


Τι θέλω εγώ με τέτοια αγάπη γύρω

Γιατί θα τους ζηλεύω

Και το δικό σου χάδι θα γυρεύω

Κορμί στους πέντε ανέμους


Τι θέλω εγώ με τους ερωτευμένους???????????

Friday, January 05, 2007

ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

Θ' ακούω πάλι στο διάδρομο φωνές
Δικά σου βήματα και το κλειδί στην πόρτα
Θα ξαναζώ του χωρισμού μας τις σκηνές
Χωρίς εσένα …
Θα κάνω πράγματα που κάναμε μαζί
Μα όμως τίποτα δεν θα' ναι όπως πρώτα
Και η ζωή μου δεν θα είναι πια ζωή

Χωρίς εσένα , χωρίς εσένα
Χωρίς εσένα, με ποια αγκαλιά με ποιο φιλί θα γίνω ένα
Χωρίς εσένα θα' μαι στα χείλη η σιωπή, κενό στο βλέμμα

Θα' μαι το δάκρυ που κυλάει στο χαρτί
Μια ιστορία που δεν πρόλαβες να γράψεις
Βγαίνω στους δρόμους περπατώ μες τη βροχή

Χωρίς εσένα, χωρίς εσένα
Χωρίς εσένα, με ποια αγκαλιά με ποιο φιλί θα γίνω ένα
Χωρίς εσένα θα' μαι στα χείλη η σιωπή, κενό στο βλέμμα

Είσαι στο χρόνο μια στιγμή που ξαφνικά τελειώνει
Και αρχίζει πάλι απ' την αρχή
Η ίδια πάντα επιμονή που με κρατά με διώχνει
Χωρίς να ξέρω το γιατί

Χωρίς εσένα, με ποια αγκαλιά με ποιο φιλί θα γίνω ένα
Χωρίς εσένα θα' μαι στα χείλη η σιωπή, κενό στο βλέμμα

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ;

Σαν ανοιχτή πληγή είναι ο Έρωτας.
Στάζει ένα δάκρυ στην ψυχή.
Κι ανθίζει ρόδο πράσινο και μαύρο γιασεμί.
Κι ανθίζει ένα λουλούδι αλλιώτικο.
Σε σκοτεινό φαράγγι φυτρώνει
κι από πικρή βροχή ποτίζεται.

Κι όποιος δε το είδε, δε το άγγιξε
όποιος απ'το άρωμά του δεν έχει χτυπηθεί
αυτός δεν ξέρει τι είναι φόβος.
Αυτός δεν ξέρει τι θα πει δύσκολη νύχτα.
Αβάσταχτη σιωπή.
Κραυγή απελπισμένη που περνάει μέσα απ'την τρέλα.

Αυτός δε θα βαδίσει στη γνώση μέσα απ'την απόγνωση.
Τον περιμένει μίζερη, αχάριστη ζωή.
Σαν ανοιχτή πληγή είναι ο Έρωτας.
Σαν άγρια καταιγίδα.
Πέφτει ένα χιόνι στην ψυχή κι ανθίζει ένα λουλούδι αλλιώτικο.
Άλλοι το λεν' φιλί της κόλασης
κι άλλοι αφιόνι της Αγάπης.
Κι άλλοι το θέλουν μήνυμα ενός άπιαστου Παράδεισου.

Μα λίγοι μόνο ξέρουν τι είναι η πληγή που ανθίζει μέσα μας.
Και τι κοιμίζει η αλλόφρονη καταιγίδα του Έρωτα.

ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ!!!


"Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα
Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.

Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.
Ούτε θα σ' έχω. Κάθε φορά
πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.
Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου
δεν έγινα θεός.
Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία
όταν απαγορεύεται το θαύμα"

Μιχάλης Γκανάς - Παραλογή

Thursday, January 04, 2007

ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΕΣ, ΕΥΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΙ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ!!! ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ!!


Ποτέ δεν μπόρεσα να προσεγγίσω
αιχμηρές γωνίες και σχήματα τετράγωνα
Κύκλους και οβάλ σχημάτιζαν οι σκέψεις
Ώσπου κατάλαβα πως ο κύκλος είναι
πεπερασμένος
Αρχίζει και κλείνει στο ίδιο σημείο
Κι αν δεν καταλάβεις πως αρχή και τέλος
ταυτίστηκαν, πως ο κύκλος έκλεισε,
συνεχίζεις τις ίδιες διαδρομές ,ξανά και ξανά
σ' ένα επαναλαμβανόμενο παρόν
Σε τεθλασμένες καμπυλώνει το βλέμμα ,
τώρα πια ......
Ιλιγγιώδεις οι καμπύλες του ονείρου
κράτα με μην ζαλιστώ
Υγρή καμπύλη τα χείλη σου
άσε με να μεθύσω
Τόξο το κορμί μου
λύγισέ το
Περιστροφή το βλέμμα μου
σε χαϊδεύει
Ελικοειδή το DNA μου
σε αποτύπωσε στα κύτταρα
Κύμα η ψυχή μου
παφλάζει στην ψυχή σου
Κι ο εφιάλτης?
Οι ευθείες που απειλούν να με πάρουν
Μην τις αφήσεις ......

www.sansimera.gr


Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΓΝΩΣΤΟ ΚΑΙ ΣΩΣΤΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ!!!!
ΤΙ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΜΝΗΜΗ ΕΧΕΙΣ ..............ΑΓΑΠΗ????????

ΤΟ "ΙΝΤΕΡΣΙΤΙ" ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΟ

Έβλεπε τα τρένα να περνάν…Προκαθορισμένα δρομολόγια, προκαθορισμένων προορισμών…Στην ώρα τους…Αδιαμαρτύρητα να ταξιδεύουν…Φορτωμένα με ψυχές και σώματα ανθρώπων απλών και συνηθισμένων…Ένοιωθε τις λαμαρίνες τους κομμάτι του εαυτού του…Όμοιος με εκείνα, κουβάλαγε κι’ αυτός ανθρώπους μέσα του…Την ψυχή τους και τις αναμνήσεις τους…Σαν διαβατάρης περιπατητής έναστρων σκοτεινών δρόμων…Είχε μετατρέψει τη ζωή του σε καθημερινή εξάσκηση σε πρακτικές επιβίωσης από ‘δαιμόνιες αναμνήσεις’ και ‘αλλόκοτα ονειρέματα’…Πρωί, 7.00 π.μ…Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του…Η ώρα του πρώτου καφέ…Κι’ αυτή ενταγμένη στην εξάσκηση της ημέρας…Σημείο αναφοράς…Όσο κι’ αν είχε προσπαθήσει, δεν μπορούσε να κρύψει τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του…Τα ‘παράσημα νυκτός’ όπως περιπαικτικά τους έλεγε…Δύσκολη νύχτα, σκούρα και σκοτεινή…Είχε περάσει κι’ αυτή όμως…Είχε ξημερώσει…Ξαναέβλεπε τα τρένα να περνούν…Είχε καταφέρει να δημιουργήσει ‘σημεία αναφοράς’…Ο πρωινός καφές, ο καφές των έντεκα και μισή, ο καφές των τρεις, ο απογευματινός καφές…Οριοθετούσε σε ζώνες την μέρα του, για να μπορεί να την αντέχει…Ζούσε ανάμεσα στα διαστήματα των καφέδων…Σαν ναρκομανής ανάμεσα στις δόσεις του…Η ποσότητα καφεΐνης ανά καφέ, ποίκιλε ανάλογα τη χρονική στιγμή κατανάλωσής του…Με δυνατότερη δόση το πρωί, έφθινε ομαλά σε πιο ελαφριά δόση το απόγευμα…Κοίταζε τα τρένα να περνάν…Πονούσε όταν άκουγε τον στριγκό ήχο της επαφής των μετάλλων στην κίνηση των συρμών…Ένοιωθε το κορμί του ράγα και τις αναμνήσεις του βαγόνι…Να του χαρακώνει το κορμί για να βρίσκουν δρόμο για ταξίδι…Σήμερα, …Άφησε ένα πραγματικό τρένο να χαράξει το κορμί του και να ταξιδέψει μακριά του…

Wednesday, January 03, 2007

ΙΔΑΝΙΚΟΣ & ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΤΗΣ!!


Γύρεψα ταξίδια στο πέταγμα της νύχτας να ξεφύγω απ'όλα αυτά που γίνονται ερήμην μου {...σαν δίκη φόβων..}

Στα φώτα που έσβησαν

Στις σκιές που γλύστρισαν εκεί που εξατμίζεται η μνήμη στον φόβο που δίνει φόβο στον πόνο που δίνει πόνο

Και φτερούγισαν διαδρομές στον λόγο για να ξεφύγω από μένα τον άγνωστο εαυτό

Να τον αγαπήσω και να τον ελευθερώσω

Φτερούγισα το πέταγμα του γλάρου και βούτηξα στο πέλαγος του λόγου σου

Έγινα χάρτινο καραβάκι και βάφτηκα όλα του τα χρώματα...

γαλάζιο της ψυχής κόκκινο του πόνου πορφυρό του πόθου

Και είδα... έναν άνθρωπο ντυμένο τις λέξεις

Λέξεις αιχμηρές, πονεμένες

Λέξεις ντυμένες το ατσάλι της άμυνας

Λέξεις τυλιγμένες στο μετάξι της νύχτας

Λέξεις που μ'επιφύλαξη αγγίζαν την αγάπη

Είδα ανάσες ελευθερίας και ανάγκες της πιο βαθιάς επιθυμίας "να πετάς ελεύθερη"

Άκουσα τις πιο όμορφες μελωδίες...

Αυτές της Ψυχής σου

Χάθηκα για να σε βρω

Να μην σε ξαναχάσω μέσα μου... Και κατάλαβα πως χάνω εμένα...

ΕΣΥ είσαι πάντα στην ψυχή μου σημάδι δικό της,

ανεξίτηλο, που τίποτα δεν μπορεί να το σβήσει


Μόνο να το παγιδέψουν οι ανασφάλειες

Αυτές που με φυλακίζουν.......

Μακριά σου...


θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. (Νίκος Καββαδίας)

ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΒΕΝΤΑ!!!

Να αμφιβάλλεις αν τα άστρα είναι φωτεινά. Να αμφιβάλλεις αν ο ήλιος κινείται. Να αμφιβάλλεις αν η αλήθεια είναι αλήθεια ή είναι ψέμματα. Μα ποτέ μην αμφιβάλλεις για την αγάπη μου......................ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ.

Αποφθεύγματα μεγάλων αντρών.................αλλά και άσημων.

Επίρρημα μη τετελεσμένο...


Πήρε το cd από το σωρό που είχε δίπλα στο στερεοφωνικό…Το άνοιξε και το τοποθέτησε στη σχισμή…Ήχος μηχανικός…Ξεκίνημα αργόσυρτο…‘Σαν δυο τρένα που ανταμώσαν ένα βράδυ’…Η βραχνή φωνή του Στράτου…‘Α, ρε Στράτο. Έφυγες και ‘συ νωρίς’ ψέλλισε και πήρε το μπουκάλι της βότκας…Παγάκια, λεμόνι στιφτό, βότκα…Γουλιά…Κάψιμο…Επωδός…‘Όλοι οι καλοί φεύγουν νωρίς. Α, ρε κόσμε άδικε. Α, ρε κόσμε εγωιστή’…Άνοιξε το παράθυρο…Η νύχτα έξω φεγγοβολούσε…Αεράκι κρύο εισχώρησε στου μυαλού του τον δαίδαλο…Δεν πτοήθηκε…Κι’ άλλη γουλιά…Τσιγάρο…Ρουφηξιά…Εισπνοή και εκπνοή εκπαιδευμένη…‘Μόνος στο πουθενά κι’ απόψε άγγελέ μου’…Εισπνοή και εκπνοή…Γουλιά…Γύρισε στην φωτογραφία της…Του γελούσε…Της γέλασε…Θυμήθηκε…Κική Δημουλά…‘Ανοίγω τα παράθυρα της φωτογραφίας ν’ αεριστεί. Έμεινε καιρό κλεισμένη, όπως πολλά εξοχικά παρελθόντα’…Έσκυψε και προσκύνησε την φωτογραφία…Έστρεψε βλέμμα και νου στον ουρανό…Είδε ένα αστέρι να πέφτει…Δεν έκανε ευχή…Είχε πάψει από καιρό να εύχεται κάτι…Δεν του έβγαινε…Χαλιόταν…Το σταμάτησε…Φύσηξε αεράκι…Πάλι…Σκέφτηκε να κλείσει το παράθυρο…Φοβήθηκε μην του κρυώσει, έτσι ελαφρά που ήταν ντυμένη στην φωτογραφία…Την κοίταξε και του έγνεψε ότι δεν κρύωνε…‘Βρέχει φωτιά στην στράτα μου’…Σήκωσε τα χέρια στον ουρανό…Σαν προσευχή…Σαν παράκληση…Τα τέντωσε…Σταυρώθηκε νοερά και χόρεψε…Εκστατικά…Χόρευε για ‘κείνη, σαν να ήταν πανταχού παρούσα με την απουσία της…Θυμήθηκε…Γιάννη Ευσταθιάδη…‘Σ’ αγαπώ σαν επίρρημα που ποτέ δεν είναι τετελεσμένο… Υπάρχεις πανταχού απών, σε όλα τα φθινόπωρα που ξαναρχίζουν ίδια’…Φύσηξε αεράκι…Έκλεισε το παράθυρο…Έκατσε απέναντί της και τελείωσε την βότκα του…Το πρωί τον βρήκε στην ίδια θέση…

ΘΥΜΑΜΑΙ.....ΘΥΜΑΣΑΙ.........

Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου ούτε δική σου,
εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά κι απλά με ξαναβρήκες
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;
την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε και ταξιδεύαμε τη γη..
νύχτες ταξιδεύαμε στον ουρανό.. αστέρι και σταθμός
ΘΥΜΑΣΑΙ;
βρήκες το πιο μακρινό αστέρι κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λέυκα να μείνουμε για πάντα εκεί
ΘΥΜΑΣΑΙ;
όταν σου έδινα πορτοκάλι πήναινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα την πίναμε μισή μισή
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι για σένα βέβαια.. Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ και μου ΄φερνες ένα κοχύλι
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός..
Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα
ΘΥΜΑΣΑΙ;
θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου
Σου χάρισα ένα μύλο να τον κρατάς γερά γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ το θυμάσαι ακόμη;
Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος Είχες το μύλο δε φοβήθηκες...
κι έτρεξα και σε βρήκα
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι και μια ζίνα κι ένα πουκάμισο άσπρο..
το θυμάσαι; και σου μάθα να ζωγραφίζεις κάμπους και ποτάμια
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ΄λεγα
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
Και χάρτινα κινέζικα πουλιά
Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή να μην την ξέρει άλλος
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι κοντά σ'ενα ποτάμι,
πάντα ένα ποτάμι
τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
τη σαντιγύ τον ήλιο τις αυπνίες την παλίρροια το σκούρο μπλε
τα θυμασαι όλα;
Ότι δεν χώραγε στις λέξεις το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες
Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας το θυμάσαι;
κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;
Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
Κι όταν μας τέλειωσαν αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας ένας και πολλοί μαζί
Χωρίζαμε για λίγο μόνο γιατί αλλιώς πως θ' ανταμώναμε ξανά;
Και σου 'γραφα κάθε στιγμή κάτι τεράστια γράμματα
Μου ΄γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια
Μια φορά όμως που άργησες
πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας που κράτησε όσο πέντε
Κι όταν τέλειωσε ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
Και δεν μπορούσες να γυρίσεις
Έμεινες μακριά
Και μου ΄γραψες

Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος...
Μπορεί... όμως..
τα πιο ωραία μας ταξίδια δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη

Σε περιμένω...
ΕΛΑ
Θα μετρήσω ώς το δέκα ....

(Χρήστος Μπουλιώτης )

Σκηνοθέτης;Πρωταγωνιστής; Η...μήπως θεατής;


Tο ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς -

την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μιάν απόφαση

ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιάν αναβολή.


Oλα όσα αρνηθήκαμε - αυτό είναι το πεπρωμένο μας.


(απόσπασμα απο το ποιήμα του Τάσου Λειβαδίτη Oι τελευταίοι)

Tuesday, January 02, 2007

ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΤΗΝ ΤΥΦΛΑ ΜΟΥ!!! ΟΥΤΕ ΦΕΤΟΣ!!!


Μια μέρα συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης όλα τα συναισθήματα και όλες οι αξίες του ανθρώπου. Η Τρέλα αφού συστήθηκε 3 φορές στην Ανία της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.Tο Ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε: «Τι είναι το κρυφτό;».Ο Eνθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια -την οποία δεν την ενδιάφερε ποτέ τίποτα - να παίξουν κι αυτοί. Αλλά υπήρχαν πολλοι που δεν ήθελαν ναπαίξουν: Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι ούτως ή άλλως κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν,Η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και ο Aνανδρος δεν ήθελε να ρισκάρει.«Ένα, δύο, τρία» άρχισε να μετράει η Τρέλα. Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά. Μιας και βαριόταν κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.Η Πίστη πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στην σκιά του Θριάμβου ο οποίος με την δύναμη του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.Η Γεναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτείγιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος, για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της, οπότε το άφηνε ελεύθερο. Και έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μια ηλιαχτίδα.Ο Εγωισμός αντιθέτως βρήκε αμέσως κρυψώνα ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο για αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμη κάπου να κρυφτεί. Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.«....998, 999. 1000» μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει.Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά.Μετά βρήκε την Πίστη που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό για θεολογία. Ένιωσε τον «ρυθμό» του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε την Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο.Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε ακόμη αποφασίσει που να κρυφτεί.Σιγά σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δένδρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορφή βουνού, μα τίποτα.Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει βρήκε έναθάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να τον κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογγητό πόνου.Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πλήγωσε τα μάτια.Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει,έκλαιγε, ζήταγε συγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει ο οδηγός του Έρωτα.Κι έτσι από τότε ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει!!!